βοήθεια

βοήθεια
βοήθεια, ας, ἡ (s. βοηθέω; Thu.+)
assistance offered to meet a need, help εὔκαιρος β. timely help Hb 4:16 (cp. OGI 762, 3f ὁ δῆμος ὁ τῶν Κιβυρατῶν τῷ δήμῳ τῷ Ῥωμαίων βοηθείτω κατὰ τὸ εὔκαιρον; SIG 693, 12.—Of divine help: Diod S 3, 40, 7 τῶν θεῶν β.; Ael. Aristid. 31 p. 600 D.: παρὰ τ. θεῶν; Ps 19:3; 34:2; PsSol; JosAs 23:4; Jos., Ant. 13, 65, Vi. 290).
material things that help, an aid, a help, pl. (makeshift) aids, helps (Diod S 3, 8, 5) βοηθείαις ἐχρῶντο prob. a nautical t.t. (cp. Philo, De Ios. 33 κυβερνήτης ταῖς τῶν πνευμάτων μεταβολαῖς συμμεταβάλλει τὰς πρὸς εὔπλοιαν βοηθείας; cp. Diod S, 3, 40, 5 βοηθέω of the bringing of aid for a ship in danger) they used supports (perh. cables) Ac 27:17. See lit. s.v. ὑποζώννυμι and comm.—DELG s.v. βοή. M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βοηθεία — βοηθείᾱ , βοήθεια help fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοηθείᾳ — βοηθείᾱͅ , βοήθεια help fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοήθεια — help fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοήθεια — η (AM βοήθεια) 1. παροχή βοήθειας, συνδρομή, επικουρία 2. επικουρική στρατιωτική δύναμη 3. προστασία, στήριγμα 4. (η κλητ. ως επιφώνημα) βοήθεια τρέξτε να βοηθήσετε νεοελλ. 1. το μέσον της βοήθειας, η βοήθεια σε είδος 2. η βοήθεια σε χρήμα, η… …   Dictionary of Greek

  • βοήθεια — η 1. αρωγή, συνδρομή, ενίσχυση: Στις μέρες μας, η ανθρωπιστική βοήθεια είναι απαραίτητη. 2. η ελεημοσύνη ή η αρωγή σε είδος: Έδωσα μια μικρή βοήθεια στο ζητιάνο έξω από την εκκλησία. 3. ως επιφ.: Βοήθεια! τρέξτε να με σώσετε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βοηθείας — βοηθείᾱς , βοήθεια help fem acc pl βοηθείᾱς , βοήθεια help fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοήθει' — βοήθεια , βοήθεια help fem nom/voc sg βοήθειαι , βοήθεια help fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοηθείαι — βοηθείᾱͅ , βοήθεια help fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοηθειῶν — βοήθεια help fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοηθείαιν — βοήθεια help fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοηθείαις — βοήθεια help fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”